Ενώ χιλιάδες άνθρωποι παλεύουν να αποκτήσουν πρόσβαση σε βασική υγειονομική περίθαλψη στην βορειοδυτική περιοχή του Καμερούν, οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα εξακολουθούν να μην μπορούν να παρέχουν τις υπηρεσίες τους στην περιοχή έξι μήνες μετά την αναγκαστική αναστολή των δραστηριοτήτων τους από τις αρχές του Καμερούν. Οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα καλούν την κυβέρνηση του Καμερούν να άρει αμέσως αυτήν την αναστολή και να δώσει προτεραιότητα στις ιατρικές ανάγκες του πληθυσμού.
Εδώ και περισσότερα από τέσσερα χρόνια, η ακραία βία στις αγγλόφωνες περιοχές του Καμερούν, βορειοδυτικά και νοτιοδυτικά, έχει προκαλέσει καταστροφικές συνέπειες στον πληθυσμό. Επιδρομές σε χωριά, απαγωγές, βασανιστήρια, καταστροφή περιουσιών, εξωδικαστικές δολοφονίες έχουν γίνει η νέα πραγματικότητα στην περιοχή.
Το 2018, σε συμφωνία με το Υπουργείο Υγείας του Καμερούν, οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα ξεκίνησαν μια παρέμβαση έκτακτης ανάγκης στην κρίσιμη κατάσταση που είχε διαμορφωθεί στη βορειοδυτική και νοτιοδυτική περιοχή υποστηρίζοντας εγκαταστάσεις υγείας, δημιουργώντας τις μοναδικές δωρεάν υπηρεσίες ασθενοφόρων όλο το 24ωρο επτά ημέρες την εβδομάδα και υποστηρίζοντας κοινοτικούς εθελοντές υγείας προκειμένου να προσεγγίσουν απομακρυσμένους πληθυσμούς και όσους παλεύουν να αποκτήσουν πρόσβαση σε δομές υγείας.
Ωστόσο, στις 8 Δεκεμβρίου 2020, οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα αναγκάστηκαν να σταματήσουν τις δράσεις τους στη βορειοδυτική περιοχή, καθώς οι αρχές του Καμερούν κατηγόρησαν τη ΜΚΟ ότι ήταν πολύ κοντά σε μη κρατικές ένοπλες ομάδες στην περιοχή. Παρά τους μήνες συζητήσεων και διαπραγματεύσεων, οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα δεν μπόρεσαν να ξαναρχίσουν τις δραστηριότητές τους, αφήνοντας δεκάδες χιλιάδες άτομα χωρίς πρόσβαση σε δωρεάν υγειονομική περίθαλψη που σώζει ζωές.
«Οι βασικές ιατρικές υπηρεσίες έχουν σταματήσει εδώ και έξι μήνες και αυτό συνεπάγεται απαράδεκτο κόστος στους πολίτες του Καμερούν, πολλοί από τους οποίους έχουν φύγει στην ύπαιθρο, μη μπορώντας να αντέξουν τις εικόνες, τους ήχους και τις απειλές βίας», λέει ο Emmanuel Lampaert, συντονιστής επιχειρήσεων των Γιατρών Χωρίς Σύνορα για την Κεντρική Αφρική. «Αυτή η απόφαση αποτελεί σημαντικό πλήγμα στην ιατρική και ανθρωπιστική πρόσβαση. Οι εργαζόμενοι στον τομέα της υγείας της κοινότητας βλέπουν τους ανθρώπους να πεθαίνουν και να υποφέρουν εξαιτίας της έλλειψης θεραπείας σε χωριά και απομακρυσμένες κοινότητες και το τηλεφωνικό κέντρο για τα ασθενοφόρα συνεχίζει να λαμβάνει αιτήματα έκτακτης ανάγκης, τα οποία αναγκάζεται να απορρίψει. Ποια λογική μπορεί να δικαιολογήσει αυτούς τους θανάτους;»
«Καλούμε για άλλη μια φορά την κυβέρνηση του Καμερούν να δώσει προτεραιότητα στις ανάγκες του πληθυσμού και να αποκαταστήσει αμέσως τις βασικές ιατρικές υπηρεσίες των Γιατρών Χωρίς Σύνορα στα βορειοδυτικά. Οι λειτουργίες μας δεν μπορούν να παραμείνουν σε αναστολή επ ‘αόριστον.»
ALBERT MASIAS/MSF
Μια τεράστια κρίση υγείας
Ενώ η ένοπλη βία και οι παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων έχουν γίνει πρωτοσέλιδα τα τελευταία χρόνια, ο αντίκτυπος αυτής της κρίσης στις βασικές ιατρικές ανάγκες των ανθρώπων έχει συχνά αγνοηθεί στα διεθνή μέσα ενημέρωσης. Ωστόσο, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του ΟΗΕ, η έξαρση της βίας στις περιοχές του αγγλόφωνου Καμερούν έχει ωθήσει περισσότερους από 700.000 ανθρώπους να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους, ενώ πάνω από 60.000 έχουν καταφύγει στη γειτονική Νιγηρία. Σήμερα, οι συνθήκες διαβίωσης των ανθρώπων επηρεάζονται μαζικά από την κρίση και πάνω από 1,4 εκατομμύρια άνθρωποι πιστεύεται ότι χρειάζονται ανθρωπιστική υποστήριξη στο Βορειοδυτικό και Νοτιοδυτικό Καμερούν.
«Η πρόσβαση στις υπηρεσίες υγειονομικής περίθαλψης προκαλεί μεγάλη ανησυχία στις βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές», λέει ο Emmanuel Lampaert. «Λόγω ανασφάλειας, lockdown, απαγόρευσης κυκλοφορίας και στοχοποίησης των υπηρεσιών υγείας, η πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη είναι εξαιρετικά περιορισμένη, με τουλάχιστον μία στις πέντε εγκαταστάσεις να μην λειτουργεί. Οι εκτοπισμένοι πληθυσμοί σπάνια τολμούν να πάνε σε δομές υγείας καθώς η οικονομική ύφεση έχει καταστήσει ακόμη πιο δύσκολο να ταξιδέψει κάποιος για να φτάσει στο νοσοκομείο ή ακόμη και να λάβει θεραπεία. Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι η θνησιμότητα μεταξύ ευάλωτων ομάδων, όπως γυναικών και παιδιών, έχει αυξηθεί και η αναστολή των δικών μας ιατρικών υπηρεσιών έχει κάνει την κατάσταση ακόμη χειρότερη.»
Ενώ οι ομάδες των Γιατρών Χωρίς Σύνορα έχουν θεραπεύσει ασθενείς που έχουν υποστεί βιασμούς, βασανιστήρια, ασθενείς με εγκαύματα και τραυματίες από πυροβολισμούς, η συντριπτική πλειονότητα των ασθενών ήταν εκείνοι που χρειάζονταν ιατρική βοήθεια για τοκετό, ελονοσία ή διάρροια, ιδίως σε εκτοπισμένες κοινότητες. Πέρυσι, οι υποστηριζόμενοι από τους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα εργαζόμενοι στον τομέα της υγείας πραγματοποίησαν πάνω από 150.000 εξωτερικές επισκέψεις σε κοινότητες και στις δύο περιοχές.
Ανασφάλεια και συρρίκνωση του ανθρωπιστικού χώρου
Η υποστήριξη που παρέχεται από τους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα και άλλες ανθρωπιστικές οργανώσεις αποδείχθηκε πολύ πιο ζωτικής σημασίας, καθώς η ανασφάλεια και οι επιθέσεις κατά του προσωπικού περιόρισαν τον αριθμό των οργανώσεων που είναι παρούσες στο πεδίο.
«Είμαστε μία από τις λίγες ιατρικές οργανώσεις που υπάρχουν σε αυτές τις δύο περιοχές για να ανταποκριθούμε στις επείγουσες ιατρικές ανάγκες των ανθρώπων, σε ένα πολύ δύσκολο πλαίσιο», εξηγεί ο Emmanuel Lampaert. «Από τότε που ξεκινήσαμε τις παρεμβάσεις μας, το ιατρικό μας προσωπικό, οι εθελοντές και οι ασθενείς μας αντιμετώπιζαν τακτικά απειλές και βία από κρατικές και μη κρατικές ένοπλες ομάδες, με ελάχιστο σεβασμό στις ανθρωπιστικές αρχές της αμεροληψίας και της ουδετερότητας. Τα ασθενοφόρα μας έχουν πυρποληθεί και κλαπεί, οι εργαζόμενοι στην κοινότητα έχουν δεχτεί σεξουαλική επίθεση ακόμη και δολοφονία. Ένοπλοι άνδρες άνοιξαν πυρ μέσα σε ιατρικές εγκαταστάσεις και οι συνάδελφοί μας αντιμετώπισαν απειλές θανάτου. Παρά αυτές τις εξαιρετικά δύσκολες καταστάσεις, το προσωπικό μας συνέχισε να παρέχει φροντίδα σε άτομα που έχουν ανάγκη».
Το 2020, οι ομάδες των Γιατρών Χωρίς Σύνορα στην βορειοδυτική περιοχή προσέφεραν φροντίδα σε 180 επιζώντες σεξουαλικής βίας, πραγματοποίησαν 1.725 συνεδρίες ψυχικής υγείας και 3.272 χειρουργικές επεμβάσεις. 4.407 ασθενείς παραπέμφθηκαν με ασθενοφόρο, εκ των οποίων περισσότεροι από 1.000 ήταν γυναίκες σε προχωρημένη εγκυμοσύνη. 42.578 ιατρικές επισκέψεις πραγματοποιήθηκαν από εθελοντές υγείας της κοινότητας, κυρίως για ελονοσία, διάρροια και λοιμώξεις του αναπνευστικού συστήματος.
Έχοντας παρουσία σε πολλές χώρες όπου υπάρχουν συγκρούσεις μεταξύ κυβερνητικών δυνάμεων και μη κρατικών ενόπλων δυνάμεων, οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα δεσμεύονται να παρέχουν υγειονομική περίθαλψη χωρίς διακρίσεις ανεξάρτητα από φυλετικά, θρησκευτικά ή πολιτικά κριτήρια με στόχο την ανακούφιση του ανθρώπινου πόνου, αλλά και την ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης για τις ανθρωπιστικές κρίσεις που μαίνονται στον πλανήτη.