Η Ελένη Κάκαλου, παθολόγος-λοιμωξιολόγος και αντιπρόεδρος του ΔΣ των Γιατρών Χωρίς Σύνορα και η Γαρυφαλλιά Πουλάκου, παθολόγος-λοιμωξιολόγος και Επίκουρη Καθηγήτρια Παθολογίας, περιγράφουν πώς βίωσαν όλη αυτή την εμπειρία, αναλύουν πού βρισκόμαστε σήμερα, πότε να περιμένουμε το δεύτερο κύμα της πανδημίας και τι μαθήματα πήραμε από αυτή την παγκόσμια υγειονομική κρίση.
Πού βρισκόμαστε σήμερα με την πανδημία στην Ελλάδα;
Ε.K.: Μετά από μία επώδυνη περίοδο απομόνωσης και κοινωνικού και οικονομικού κόστους, γλιτώσαμε τα χειρότερα και βρισκόμαστε σε ένα πολύ καλό σημείο με ελάχιστη εξάπλωση του ιού στην κοινότητα και περιορισμένους θανάτους.
Γ.Π.: Έχουμε με ανακούφιση ολοκληρώσει την πρώτη φάση της επιδημίας κατά την οποία το σύστημα υγείας στάθηκε όρθιο με διαχειρίσιμο αριθμό νοσηλειών και εξαιρετικά χαμηλό αριθμό θανάτων. Το διάστημα αυτό μας έδωσε τη δυνατότητα να προετοιμάσουμε τις διαδικασίες και να λειτουργούμε με ασφάλεια για το προσωπικό μας και αποτελεσματικότητα για τους ασθενείς μας. Αυτό είναι μία παρακαταθήκη για το επόμενο κύμα όποτε και αν έρθει αυτό.
Είμαστε προετοιμασμένοι για το δεύτερο κύμα και πότε θα πρέπει να το περιμένουμε; Ποιες οι προκλήσεις που θα κληθούμε να αντιμετωπίσουμε από εδώ και στο εξής;
Ε.Κ.: Κανείς δεν γνωρίζει με ακρίβεια σε παγκόσμιο επίπεδο τη συμπεριφορά της πανδημίας, διότι πρόκειται για νέο ιό. Οι κυβερνήσεις έχουν την ευθύνη να ετοιμάσουν τις χώρες τους για όλα τα πιθανά σενάρια, μειώνοντας τις επιπτώσεις, χωρίς να αφήσουν κανέναν πίσω, επιμερίζοντας τα κόστη προσαρμογής με δικαιοσύνη. Στην Ελλάδα είναι πολύ σημαντική η φροντίδα για την προστασία ευάλωτων ομάδων, όπως οι πρόσφυγες και οι μετανάστες, οι φυλακισμένοι, οι άστεγοι, οι χρήστες ναρκωτικών και οι εργαζόμενοι στη βιομηχανία του σεξ. Οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα είμαστε στη διάθεση των αρμόδιων φορέων και συνεχώς παλεύουμε για την άμεση και επαρκή σε κάλυψη υιοθέτηση των παραπάνω στρατηγικών.
Γ.Π.: Είναι σαφές ότι ο ιός είναι ακόμα εδώ. Δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς θα υπάρξει ένα δεύτερο μεγάλο κύμα ή αν θα υπάρχει μία συνεχής χαμηλή δραστηριότητα. Η εμπειρία που αποκτήσαμε στην πρώτη φάση, μας κάνει να πιστεύουμε ότι και μία επόμενη φάση θα την αντιμετωπίσουμε έγκαιρα και αποτελεσματικά εφόσον υπάρξουν μόνον μικρές εστίες από ενδεχόμενη εισαγωγή του ιού μέσω διεθνών πτήσεων που είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος.
Πόσο σας επηρέασε σε προσωπικό επίπεδο ο ρόλος που είχατε μέσα σε αυτή την πανδημία;
Ε.Κ.: Φοβήθηκα την κατάρρευση του συστήματος υγείας και την έλλειψη ατομικών μέσων προστασίας Η δύσπνοια των ασθενών ήταν τρομακτική, πολλοί από αυτούς υπέφεραν μόνοι τους, με εμάς ντυμένους σαν αστροναύτες. Κάποιοι από αυτούς έχασαν δικούς τους ανθρώπους, ενώ πάλευαν για τη ζωή τους. Ακόμη και οι ήπιες περιπτώσεις βίωναν φοβερά συμπτώματα, κόπωση, ταλαιπωρία για εβδομάδες. Υπήρχαν μέρες στην αρχή που πηγαίνοντας πρωί με τα πόδια στη δουλειά σε μία έρημη Αθήνα, έκλαιγα για να εκτονώσω την ένταση και να μπορέσω να βγάλω τη μέρα. Βρέθηκα μακριά από την οικογένειά μου και δεν είχα χρόνο να δω τη μικρή μου κόρη για πάνω από ένα μήνα. Αυτό ήταν δύσκολο, όμως, δεν συγκρίνεται με τα όσα τραγικά έζησαν επαγγελματίες υγείας σε άλλες χώρες. Το συναίσθημα άλλαξε όταν άρχισαν, μετά από τις πρώτες εβδομάδες, πολλοί σοβαρά άρρωστοι να αναρρώνουν και άλλοι να επιστρέφουν νικητές από τις ΜΕΘ.
Γ.Π.: Βλέποντας τα δεδομένα από γειτονικές χώρες, η πρώτη αγωνία μου ήταν αν θα αντέξει το σύστημα υγείας της χώρας μας δεδομένης της ευθραυστότητάς του μετά από 10 χρόνια οικονομικής κρίσης. Δεν θα ήθελα να ζήσουμε την ανάγκη επιλογής ασθενών για αναπνευστική υποστήριξη, την έκθεση του υγειονομικού προσωπικού χωρίς τον απαραίτητο προστατευτικό εξοπλισμό και τη μετάδοση της νόσου. Για πρώτη φορά στην άσκηση της Ιατρικής ένιωσα τον προσωπικό φόβο για τη ζωή μου και διέκρινα τον ίδιο φόβο στα μάτια των συναδέλφων μου. Μιλώντας μαζί τους κατάλαβα ότι πολλοί από αυτούς αισθάνθηκαν την ανάγκη να αφήσουν προσωπικά γράμματα στις οικογένειές τους για την περίπτωση που νοσήσουν και δεν τα καταφέρουν. Είδα όμως με ανακούφιση, όλη αυτή την ένταση να υποχωρεί με την ολοκλήρωση της προετοιμασίας και την τελειοποίηση των πρωτοκόλλων ασφαλείας. ‘Όσο προχωρούσαν οι εβδομάδες, έρχονταν τα καλά αποτελέσματα από τους ασθενείς μας που θεραπεύονταν παράλληλα με την παρατηρούμενη ηρεμία και λειτουργικότητα της ομάδας. Αυτά με βοήθησαν να αποφορτιστώ από την ένταση αυτής της ευθύνης.
Τι μάθαμε ως κοινωνία από τον κορωνοϊο;
Ε.Κ.: Είμαστε όλοι τόσο ευάλωτοι όσο οι πιο ευάλωτοι πληθυσμοί και μόνον με παγκόσμια συνεργασία και επιμερισμό του κόστους με βάση τις δυνατότητες των κοινωνιών, μπορούμε να είμαστε πιο ασφαλείς. Η συζήτηση για την ισότιμη πρόσβαση χωρών και πληθυσμών σε διαγνωστικά τεστ, θεραπείες και ένα πιθανό εμβόλιο έχει ανοίξει μέσω του ΠΟΥ αλλά και πρωτοβουλιών στην ΕΕ. Πρέπει να αντισταθούμε σε προσπάθειες τα κέρδη και εθνικιστικές κοντόφθαλμες προτεραιότητες να σταθούν εμπόδιο στην κοινή ασφάλεια και ευημερία όλων των κοινωνιών.
Γ.Π.: Ως κοινωνία μάθαμε ότι χωρίς αλληλεγγύη δεν μπορούμε να ισορροπήσουμε και ότι κανένας τομέας της σύγχρονης ζωής δεν είναι ανεξάρτητος. Κανένας δεν μπορούσε να φανταστεί κάποια χρόνια πριν, ότι μία μεγάλη σε έκταση υγειονομική κρίση θα μπορούσε να καταστρέψει ολόκληρα συστήματα υγείας και να συμπαρασύρει και την οικονομία σε μεγάλη κλίμακα.
Πώς αποτυπώνεται η συνεργασία σας στην Γ’ Πανεπιστημιακή Παθολογική Κλινική (Γ’ ΠΠΚ) του Πανεπιστημίου Αθηνών στο «Σωτηρία», το μεγαλύτερο νοσοκομείο αναφοράς για τον κορωνοϊό στην Ελλάδα, με τους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα;
Ε.Κ.: Ήταν η πρώτη φορά που ένιωθα να είμαι σε αποστολή στην Ελλάδα δουλεύοντας στο ΕΣΥ. Πέρα από την ένταση της επιδημίας και της απειλής, το ότι δούλευα με μία ομάδα που είχε συγκροτηθεί σε μεγάλο βαθμό με εθελοντικές μετακινήσεις από διάφορα νοσοκομεία και τμήματα, εθελοντές φοιτητές και άλλους, έκανε πολύ έντονη αυτή την εμπειρία. Επίσης, μου έδωσε μεγάλη έμπνευση και κίνητρο το γεγονός ότι ο Δ/ντης της κλινικής Καθηγητής Κων/νος Συρίγος και η Επίκουρη Καθηγήτρια του ΕΚΠΑ Γαρυφαλλιά Πουλάκου, σκέφτηκαν να κινητοποιήσουν έναν ολοκληρωμένο μηχανισμό απόκρισης του ΕΣΥ, του Πανεπιστημίου και της ευρύτερης κοινωνίας για να ανταποκριθούν στις ανάγκες του Γ.Ν.Ν.Θ.Α. «Η Σωτηρία» ως νοσοκομείου αναφοράς σε μια επείγουσα κρίση.
Γ.Π.: Η πανδημία της COVID-19 μάς έδωσε τη δυνατότητα να εντάξουμε στη δύναμή μας ανθρώπους με εξαιρετική επιχειρησιακή ικανότητα όπως η κ. Κάκαλου. Αυτό μας έδωσε τεράστια ώθηση στην προετοιμασία της κλινικής για την αντιμετώπιση ασθενών με COVID-19, στην οργάνωση των πρωτοκόλλων ασφαλείας και στην επιτήρηση των διαδικασιών. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο υλοποιήθηκε και μία συνεργασία με τους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα, που βοήθησαν συμπληρωματικά τη μονάδα COVID-19 της κλινικής να λειτουργήσει με τον καλύτερο τρόπο για τους ασθενείς και την ασφάλεια του προσωπικού της, ιδιαίτερα κατά την περίοδο του lockdown κατά την οποία οποιαδήποτε προμήθεια εξοπλισμού ή παροχής εξειδικευμένων τεχνικών υπηρεσιών από την ελεύθερη αγορά ήταν αδύνατη.