Οι γυναίκες της φωτογραφίας πηγαίνουν στο νοσοκομείο του Χαϊντάν. Το χωριό Χαϊντάν βρίσκεται στην επαρχία Σάαντα. Σε αυτή την ορεινή περιοχή, που απέχει λίγα μόλις χιλιόμετρα από τη γραμμή του μετώπου, υπάρχουν ελάχιστες ιατρικές δομές. Οι συνεχείς αεροπορικές επιδρομές του διεθνούς συνασπισμού με επικεφαλής τη Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, από τον Δεκέμβριο του 2017, έχουν κάνει εξαιρετικά δύσκολες τις μετακινήσεις. Ανά πάσα στιγμή οι κάτοικοι της περιοχής, όπως αυτές οι γυναίκες, διατρέχουν κίνδυνο.
Τον Μάρτιο του 2017 οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα επέστρεψαν στο νοσοκομείο του Χαϊντάν, το οποίο είχε βομβαρδιστεί και καταστραφεί από σαουδαραβικά πολεμικά αεροσκάφη τον Οκτώβριο του 2015. Οι ομάδες της οργάνωσης παρέχουν φροντίδα υγείας σε απομονωμένες κοινότητες στο Χαϊντάν και τη γύρω περιοχή. Από τον Μάρτιο μέχρι το τέλος του έτους, σχεδόν 7.000 άνθρωποι έλαβαν περίθαλψη στο τμήμα επειγόντων περιστατικών του νοσοκομείου. Το 44% ήταν παιδιά κάτω των πέντε ετών και το 41% ήταν γυναίκες.
Οι μαρτυρίες και οι ιστορίες που αφηγούνται οι ασθενείς στο νοσοκομείο δίνουν μια εικόνα της ζωής των ανθρώπων όσο διαρκεί ο πόλεμος.
Ο τρίχρονος Αϊμάν με τους γονείς του έξω από το νοσοκομείο του Χαϊντάν. © Agnes Varraine-Leca/MSF
«Ήταν βόμβα ή ρουκέτα; Δεν έχω ιδέα»
Ο Μοχάμαντ είναι ξαπλωμένος σε ένα κρεβάτι στο τμήμα επειγόντων περιστατικών στο νοσοκομείο του Χαϊντάν και μισοκρύβει το πρόσωπό του με το μπράτσο του. Τα τραύματα από θραύσματα στο πόδι και την κοιλιά του είναι σοβαρά. Περιμένει σιωπηλός το ασθενοφόρο που θα τον μεταφέρει για εγχείρηση σε ένα άλλο νοσοκομείο, που απέχει μιάμιση ώρα. Ο Μοχάμαντ πήγαινε στο τζαμί για την προσευχή της Παρασκευής όταν χτυπήθηκε, κοντά στο Μαράν, προπύργιο των Χούτι, στη βόρεια Υεμένη.
«Περπατούσα στον δρόμο, κι ύστερα ξύπνησα εδώ. Ήταν βόμβα ή ρουκέτα; Δεν έχω ιδέα» λέει. Ο Μοχάμαντ έχασε τις αισθήσεις του από το χτύπημα, αλλά τον βοήθησαν κάποιοι περαστικοί και τον έφεραν με αυτοκίνητο στο νοσοκομείο του Χαϊντάν, όπου οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα σταθεροποιούν τους τραυματίες πολέμου πριν τους παραπέμψουν σε ένα από τα νοσοκομεία στη Σάαντα.
Ο Μοχάμαντ ήταν δικαστικός υπάλληλος, δεν είναι μαχητής. Έφυγε από τη Σάαντα εξαιτίας των συγκρούσεων και εγκαταστάθηκε στην πρωτεύουσα της Υεμένης, τη Σανάα, όπου ζει τώρα με την οικογένειά του. Είχε πάει στην επαρχία Σάαντα για να προσπαθήσει να πάρει τον μισθό του, καθώς έχει να πληρωθεί από τον Σεπτέμβριο του 2016, όπως και 1.250.000 άλλοι Υεμένιοι δημόσιοι υπάλληλοι.
Αυτό το σπίτι καταστράφηκε στον προηγούμενο πόλεμο της Σάαντα (2004-2010). © Agnes Varraine-Leca/MSF
Στα καταφύγια με λίγο ψωμί
H Κουσόρ είναι 19 χρονών και δεν έχει γνωρίσει σχεδόν τίποτε άλλο πέρα από τον πόλεμο. Το Μαράν, η πόλη όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε, ήταν πεδίο σφοδρών συγκρούσεων στη διάρκεια του πολέμου της Σάαντα, από το 2004 έως το 2010. Εκείνα τα χρόνια, οι κάτοικοι είχαν φτιάξει υπόγεια καταφύγια για να προστατεύονται από τις αεροπορικές επιδρομές: έσκαψαν σήραγγες στο βουνό που οδηγούν σε σπηλιές που σπανίως ξεπερνούν σε ύψος το ένα μέτρο. Η Κουσόρ λέει ότι στις σπηλιές αυτές «είναι αδύνατον να σταθείς όρθιος».
Τα καταφύγια αυτά χρησιμοποιούνται ακόμη από τους κατοίκους όταν ο βομβαρδισμός είναι σφοδρός και δεν νιώθουν ασφαλείς στα σπίτια τους. Την τελευταία φορά που αναγκάστηκαν να τα χρησιμοποιήσουν, η Κουσόρ και η οικογένειά της έμειναν δύο μέρες στις σπηλιές, τρώγοντας λίγο ψωμί που είχαν καταφέρει να πάρουν μαζί τους.
Παιδιά στέκονται μπροστά στον φακό δίπλα στο σπίτι τους στο Χαϊντάν. © Agnes Varraine-Leca/MSF
16.749 αεροπορικές επιδρομές σε τρία χρόνια
Καθώς οι μετακινήσεις είναι δύσκολες κοντά στις γραμμές του μετώπου, οι τραυματίες αργούν να φτάσουν στο νοσοκομείο του Χαϊντάν, κατά συνέπεια συχνά είναι σε κρίσιμη κατάσταση. «Βλέπουμε κυρίως τραύματα από σφαίρες και από θραύσματα εξαιτίας των αεροπορικών επιδρομών» αναφέρει ο Φρεντερίκ Μπονό, συντονιστής προγράμματος των Γιατρών Χωρίς Σύνορα στο Χαϊντάν.
Τον Μάρτιο, καθημερινά μαίνονταν οι συγκρούσεις ανάμεσα στους Χούτι και στις υποστηριζόμενες από τον συνασπισμό δυνάμεις που είναι πιστές στον Πρόεδρο Χάντι στα όρια της επαρχίας Σάαντα. Οι περιοχές που επλήγησαν περισσότερο ήταν το Κιτάφ ανατολικά, το Μπακίμ βόρεια και το Ράζεχ δυτικά.
Ακόμα και πριν ξεσπάσει ο τελευταίος πόλεμος, τον Μάρτιο του 2015, οι κάτοικοι της περιοχής είχαν να αντιμετωπίσουν ακραίες συνθήκες και ήταν εξαιρετικά ευάλωτοι. Η επαρχία υπήρξε πεδίο σφοδρών συγκρούσεων μεταξύ των Χούτι και των ενόπλων δυνάμεων του Προέδρου Άλι Αμπντάλα Σάλεχ από το 2004 έως το 2010.
Σύμφωνα με το ανεξάρτητο παρατηρητήριο Yemen Data Project, τα τελευταία τρία χρόνια ο συνασπισμός έχει πραγματοποιήσει 16.749 αεροπορικές επιδρομές στην Υεμένη, δηλαδή κατά μέσο όρο 15 την ημέρα. Σχεδόν το ένα τρίτο των επιδρομών έχει πλήξει μη στρατιωτικούς στόχους.
Οι αεροπορικές επιδρομές πλήττουν δημόσιες υποδομές, αγορές, σπίτια και οχήματα αμάχων, καθώς και στρατιωτικές βάσεις και σημεία ελέγχου των Χούτι. Στις 29 Μαρτίου, δύο αεροπορικές επιδρομές του συνασπισμού είχαν ως στόχο ένα φορτηγό σε απόσταση μόλις 200 μέτρων από τα γραφεία των Γιατρών Χωρίς Σύνορα στη Σάαντα.
Η εκστρατεία αεροπορικών βομβαρδισμών ξεκίνησε όταν οι Χούτι επιτέθηκαν με πυραύλους στη Σαουδική Αραβία και την πρωτεύουσά της, το Ριάντ. «Μόλις εκτοξεύεται ένας πύραυλος εναντίον κάποιας περιοχής της Σαουδικής Αραβίας, οι Σαουδάραβες απαντούν σχεδόν αμέσως βομβαρδίζοντας τη Σάαντα» σχολιάζει ο Φρεντερίκ Μπονό.
Κατεστραμμένα κτίρια στην πόλη Σάαντα. © Agnes Varraine-Leca/MSF
Δύσκολες αποφάσεις
Η 19χρονη Κουσόρ περίμενε μιάμιση ώρα στην άκρη του δρόμου μέχρι να βρει ένα αυτοκίνητο να τη μεταφέρει μαζί με τον γιο της στο νοσοκομείο του Χαϊντάν. Ο Ναμπίλ είναι μόλις έξι εβδομάδων και τις τελευταίες μέρες είχε δυσκολία στην αναπνοή. Εξαιτίας των καθημερινών αεροπορικών επιδρομών, δεν υπάρχουν πολλά μεταφορικά μέσα στην περιοχή και οι διαθέσιμες επιλογές κοστίζουν, οπότε οι κάτοικοι είναι αναγκασμένοι να παίρνουν δύσκολες αποφάσεις.
«Είναι πολύ δύσκολο για τους ανθρώπους στο Μαράν να μετακινηθούν. Είτε δεν υπάρχουν διαθέσιμα οχήματα επειδή ο βομβαρδισμός είναι σφοδρός είτε δεν έχουμε να πληρώσουμε για τη μεταφορά» λέει η Κουσόρ.
Το ταξίδι έπρεπε να γίνει οπωσδήποτε, και ο Ναμπίλ πρέπει να μείνει μία εβδομάδα στο νοσοκομείο λόγω της κακής κατάστασης της υγείας του.
Το κόστος της μετακίνησης παραμένει σημαντικό εμπόδιο για τους Υεμένιους που χρειάζονται φροντίδα υγείας. «Περισσότεροι ασθενείς έρχονται στο νοσοκομείο στο Χαϊντάν τις μέρες που λειτουργεί η αγορά» λέει ο Φρεντερίκ Μπονό. «Τις Τετάρτες και τα Σάββατα υπάρχουν διαθέσιμα περισσότερα μεταφορικά μέσα από τις πιο απομακρυσμένες περιοχές στα βουνά και τις κοιλάδες, και αυτό το εκμεταλλεύονται οι οικογένειες που χρειάζονται ιατρική περίθαλψη».
Τυλιγμένος με μια κουβέρτα, ο Ναμπίλ λαμβάνει συμπληρωματικό οξυγόνο και έχει έναν ενδοφλέβιο ορό στο αριστερό του χέρι. Η υγεία του επιδεινώθηκε απότομα, οπότε η οικογένειά του δεν είχε άλλη επιλογή από το να ταξιδέψει στο Χαϊντάν. Το ταξίδι τούς στοίχισε 1.000 ριάλ Υεμένης (3,25 ευρώ), μετά από διαπραγμάτευση. Η τιμή μπορεί να φτάσει τα 15.000 ριάλ, ανάλογα με την τοποθεσία, τη διαθεσιμότητα μεταφορικών μέσων και το κόστος των καυσίμων.