“Η ζωή στον καταυλισμό ήταν δύσκολη”, λέει ο Mohamed Salem, 26 χρονών, κατασκευαστής παπουτσιών από το Χαλέπι της Συρίας, καθώς κοιτάζει τη γυναίκα του, την Khadija. “Άνθρωποι ούρλιαζαν, ζούσαμε δυσάρεστες καταστάσεις”, μας λέει περιγράφοντας τις πρώτες μέρες στο Κέντρο Υποδοχής και Ταυτοποίησης στο Βαθύ της Σάμου, όπου φιλοξενούνται 1.400 πρόσφυγες και μετανάστες, ενώ η προβλεπόμενη χωρητικότητά του είναι 700 ατόμων. “Είμασταν οκτώ οικογένειες σε ένα δωμάτιο, έκανε πολύ κρύο, ακόμα και το νερό ήταν κρύο και τα μικρά μας έπαθαν έκζεμα”. Οι γιοί τους, ο Salem, δύο χρονών, και ο Hassan, ενός, χρειαζόταν αυγά και βιταμίνες, καθώς, όπως εξηγεί, δεν αρκούσε το καθημερινό φαγητό. “Γι’ αυτό είμαι ευγνώμον που μας φέρατε σε αυτό το διαμέρισμα όπου κοιμόμαστε με άνεση στη ζέστη”, λέει ο Mohamed στα μέλη της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (Υ.Α.) που τον επισκέφθηκαν σε ένα κτίριο διαμερισμάτων που νοικιάζει ο Οργανισμός για τη φιλοξενία ευάλωτων αιτούντων άσυλο. “Αυτό που μας κάνει πραγματικά χαρούμενους είναι ότι τα παιδιά ξεκίνησαν και πάλι να παίζουν!”, προσθέτει.
Ο Mohamed είναι ένας από τους 70 αιτούντες άσυλο στη Σάμο για τους οποίους η Ύπατη Αρμοστεία εξασφάλισε διαμερίσματα όπου εταίροι, όπως η μη κυβερνητική οργάνωση PRAKSIS , προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στους ευάλωτους φιλοξενούμενους. Η χρήση εναλλακτικών μορφών φιλοξενίας στα νησιά ταυτόχρονα με την ενίσχυση της μεταφοράς αιτούντων άσυλο στην ενδοχώρα, που πραγματοποιείται με την υποστήριξη της Υ.Α., είναι μέτρα που μειώνουν τον υπερπληθυσμό στα κέντρα φιλοξενίας των νησιών, αποτέλεσμα των αργών διαδικασιών ασύλου. Στη Λέσβο, από τις αρχές Ιανουαρίου, περίπου 500 άνδρες, γυναίκες και παιδιά δεν χρειάζεται πια να ζουν σε χώρους όπως η Μόρια, αλλά μεταφέρθηκαν σε δωμάτια ξενοδοχείων τα οποία νοικιάστηκαν από την Ύπατη Αρμοστεία σε ειδικές τιμές. Επιπλέον 300 άνθρωποι, ανάμεσά τους και ασυνόδευτα παιδιά, είναι πια σε διαμερίσματα. Στη Χίο 240 άνθρωποι μένουν πλέον σε ανάλογα κτίρια και ξενοδοχεία.
Ο Mohamed και η οικογένειά του έφτασαν στη Σάμο μόλις πριν τρεις εβδομάδες, αφήνοντας πίσω τους βομβαρδισμούς στο κεντρικό Χαλέπι και τις εχθροπραξίες ανάμεσα σε διαφορετικές ένοπλες ομάδες και στρατεύματα. “Για πέντε ατελείωτα χρόνια ήταν ανυπόφορα”, αναστενάζει ο αδύνατος άνδρας με κατεβασμένο βλέμμα. Αν υπάρχει κόλαση τότε θα μοιάζει στο μέρος που περιγράφει: “Ήταν αδύνατο να αγοράσεις ψωμί. Ακόμα και οι τραυματίες δεν έβρισκαν περίθαλψη. Αν κάποιος έχανε το χέρι του, κανείς δεν θα τον φρόντιζε”. Σε τέτοιες συνθήκες, ο Mohamed έπρεπε να κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του για να εξασφαλίσει τα προς το ζην – οι μέρες που κατασκεύαζε παπούτσια ειρηνικά στο μαγαζί του είχαν περάσει προ πολλού. Και δεν υπήρχε διέξοδος. “Δεν μπορούσαμε να φύγουμε γιατί η πόλη ήταν σε κατάσταση πολιορκίας”.
Τελικά, μια μέρα, η οικογένεια κατάφερε να μαζέψει λίγα υπάρχοντα, να διασχίσει τα ερείπια αυτού που κάποτε ήταν μια ζωντανή οικονομική και πολιτιστική μητρόπολη και να φύγει με ένα από τα πράσινα λεωφορεία που διέθετε η κυβέρνηση της Συρίας. Κατάφεραν να φτάσουν στα τουρκικά παράλια, αλλά δεν μπήκαν σε μια λαστιχένια βάρκα για να περάσουν στην Ευρώπη. “Στοίβαζαν 50 ανθρώπους σε τέτοιες βάρκες – δεν θέλαμε να το κάνουμε αυτό στα παιδιά μας”, εξηγεί ο Mohamed. “Επιβιβαστήκαμε σε ένα ταχύπλοο και σε 18 λεπτά φτάσαμε σε ένα μικρό νησάκι στη μέση του πελάγους”. Αφού σκαρφάλωναν για δύο ώρες έφτασαν στην κορυφή της βραχονησίδας. “Αν ήμουν μόνος μου, αυτό δεν θα ήταν πρόβλημα, αλλά με την οικογένεια… σχεδόν μπουσουλούσαν προς την κορυφή, αντί να περπατάνε”. Μαζί με τον αδερφό του που είχε διαφύγει μαζί τους τηλεφώνησαν και κάλεσαν σε βοήθεια. Ένα πλοίο έφτασε καθώς έπεφτε το σκοτάδι. “Κι έτσι έπρεπε να κατέβουμε πάλι από τον λόφο στα σκοτεινά – αυτό μας πήρε άλλες δύο ώρες. Συνολικά μείναμε για 10 ώρες σε αυτό το νησί”. Όταν πια πάτησαν το πόδι τους στη Σάμο, ένιωσαν “ανακούφιση που εν τέλει όλοι ήταν ασφαλείς”, θυμάται ο Mohamed.
Η ζωή υπό τον φόβο των βομβαρδισμών άφησε σημάδια στην οικογένεια. “Ένιωθα πάρα πολύ λυπημένος για τα παιδιά μου. Η ψυχική τους υγεία, όπως και η δική μας, χειροτέρευε”, λέει ο νέος άνδρας. “Τους τελευταίους δύο μήνες λιποθυμούσα και έπεφτα επανειλημμένα”. Τώρα πια οι γιατροί φροντίζουν τον Mohamed.
Η οικογένεια μόλις εγκαταστάθηκε στο απλό διαμέρισμα στο Βαθύ, αλλά ο Mohamed ήδη σκέφτεται το μέλλον. Ονειρεύεται την εκπαίδευση της οικογένειάς του. “Ποια γλώσσα να ξεκινήσουμε να μαθαίνουμε”;
- Roland Schönbauer, Βαθύ, Σάμος
« Επιστροφή