Ένας χρόνος έχει περάσει από τη στιγμή που πάνω από 700.000 Ροχίνγκια αναγκάστηκαν να διαφύγουν από τη Μιανμάρ και να βρουν καταφύγιο στο Μπανγκλαντές. Με μετέωρο ακόμα και το νομικό καθεστώς τους διαβιούν σε απαράδεκτες συνθήκες σε αυτοσχέδιους καταυλισμούς.
Στις 25 Αυγούστου 2017, ο στρατός της Μιανμάρ ξεκίνησε νέες «εκκαθαριστικές επιχειρήσεις» κατά των Ροχίνγκια, προκαλώντας εκτεταμένες βιαιοπραγίες και καταστροφές και αναγκάζοντας πάνω από 706.000 ανθρώπους να διαφύγουν στο γειτονικό Μπανγκλαντές. Εκεί υπήρχαν ήδη πάνω από 200.000 επιπλέον πρόσφυγες Ροχίνγκια που είχαν διαφύγει σε προηγούμενα κύματα βίας, με αποτέλεσμα ο συνολικός αριθμός αυτών που φιλοξενούνται στην επαρχία Κοξ Μπαζάρ να ξεπερνά τις 919.000.
Στους 12 μήνες που πέρασαν από τότε, οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα πραγματοποίησαν 656.200 συνεδρίες, που αντιστοιχούν σε πάνω από τα δύο τρίτα των προσφύγων, σε 19 δομές υγείας και κινητές μονάδες.
Αρχικά, περισσότεροι από τους μισούς ασθενείς των Γιατρών Χωρίς Σύνορα περιθάλπονταν για τραύματα από βιαιοπραγίες, αλλά γρήγορα εμφανίστηκαν άλλα προβλήματα υγείας που συνδέονταν με τον συνωστισμό και την έλλειψη υγιεινής στους καταυλισμούς.
«Είναι απαράδεκτο να παραμένει η διάρροια ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα υγείας που βλέπουμε στους καταυλισμούς» λέει ο Παύλος Κολοβός, επικεφαλής αποστολής των Γιατρών Χωρίς Σύνορα στο Μπανγκλαντές. «Εξακολουθεί να μην υπάρχει υποδομή για την κάλυψη ακόμη και των πιο βασικών αναγκών του πληθυσμού και αυτό επηρεάζει σημαντικά την υγεία των ανθρώπων».
Ενώ το Μπανγκλαντές άνοιξε τις πόρτες του στους πρόσφυγες, 12 μήνες μετά η τύχη των Ροχίνγκια παραμένει πολύ αβέβαιη. Τα κράτη που τους φιλοξενούν στην περιοχή δεν τους έχουν χορηγήσει κάποιο επίσημο νομικό καθεστώς, παρόλο που είναι πρόσφυγες και έχουν καταστεί ανιθαγενείς από την κυβέρνηση της Μιανμάρ.
«Βρισκόμαστε σε μια κατάσταση όπου είναι δύσκολο ακόμη και να αναφερθούμε στους Ροχίνγκια ως πρόσφυγες» λέει ο Παύλος Κολοβός. «Καθώς αρνούνται να αναγνωρίσουν τα νομικά δικαιώματα τους ως προσφύγων ή να τους χορηγήσουν κάποιο άλλο νομικό καθεστώς, οι κυβερνήσεις και οι οργανισμοί που εμπλέκονται συντηρούν την ιδιαίτερα ευάλωτη θέση τους».
Δωρητές και κυβερνήσεις με επιρροή στην κυβέρνηση της Μιανμάρ δεν έχουν δείξει την απαραίτητη πυγμή και δεν έχουν ασκήσει πίεση για τον τερματισμό των διώξεων κατά των Ροχίνγκια.
Επιπλέον, το ποσοστό χρηματοδότησης της ανθρωπιστικής παρέμβασης των Ηνωμένων Εθνών στο Μπανγκλαντές είναι, έως τώρα, μόλις 31,7%. Από αυτό το ποσοστό, η χρηματοδότηση φροντίδας υγείας αντιστοιχεί σε μόλις 16,9%, με αποτέλεσμα σημαντικά κενά στην παροχή ζωτικών ιατρικών υπηρεσιών. Οι Ροχίνγκια ήταν από παλιά αποκλεισμένοι από τη φροντίδα υγείας στη Μιανμάρ, το οποίο σημαίνει ότι έχουν πολύ χαμηλή ανοσοποιητική κάλυψη. Επομένως, τα προληπτικά μέτρα υγείας είναι κρίσιμης σημασίας. Οι εκστρατείες εμβολιασμού, με την υποστήριξη των Γιατρών Χωρίς Σύνορα, έχουν παίξει σημαντικό ρόλο στην πρόληψη επιδημιών χολέρας και ιλαράς, καθώς και στον περιορισμό της εξάπλωσης της διφθερίτιδας.
Με την πρόφαση ότι οι Ροχίνγκια θα επιστρέψουν σύντομα στη Μιανμάρ, η ανθρωπιστική παρέμβαση υπόκειται σε περιορισμούς στην παροχή μακροπρόθεσμης ή σημαντικής βοήθειας. Οι συνθήκες που βιώνουν στους αυτοσχέδιους καταυλισμούς υπολείπονται κατά πολύ των αποδεκτών διεθνών ανθρωπιστικών προτύπων, με τους πρόσφυγες να μένουν ακόμη στα ίδια προσωρινά καταλύματα από μουσαμά και μπαμπού που φτιάχτηκαν όταν έφτασαν.
«Σε μια περιοχή όπου οι κυκλώνες και οι μουσώνες είναι συνηθισμένοι, δεν υπάρχουν σχεδόν καθόλου σταθερές κατασκευές για τους πρόσφυγες Ροχίνγκια, πράγμα που έχει άμεσο αντίκτυπο στην ασφάλεια και την αξιοπρέπειά τους» λέει ο κ. Κολοβός.
Ένας πρόσφυγας με τον οποίον μίλησαν οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα περιέγραψε πόσο ευάλωτη αισθάνεται η οικογένειά του στον καταυλισμό: «Όταν βρέχει, κρατάμε όλοι μαζί το σπίτι για να μην φύγει. Είναι πολύ σκοτεινά εδώ τη νύχτα, δεν έχουμε φώτα, δεν έχουμε τίποτα».
Δεδομένου του βαθμού της βίας που υπέστησαν οι Ροχίνγκια στη Μιανμάρ και του ψυχικού τραύματος που έχει προκαλέσει, οι υπηρεσίες για την αντιμετώπιση των προβλημάτων ψυχικής υγείας και των τραυμάτων λόγω σεξουαλικής και έμφυλης βίας παραμένουν ανεπαρκείς. Η κατάσταση περιπλέκεται από την απουσία νομικού καθεστώτος, που δεν επιτρέπει στους ανθρώπους να έχουν εύλογη πρόσβαση στη δικαιοσύνη και το κράτος δικαίου. Επιπλέον, οι Ροχίνγκια παραμένουν έγκλειστοι στους καταυλισμούς, και το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού των προσφύγων στους καταυλισμούς έχει ελλιπή πρόσβαση σε καθαρό νερό, αποχωρητήρια, εκπαίδευση, ευκαιρίες εργασίας και φροντίδα υγείας.
«Αυτές οι ελλείψεις όχι μόνο περιορίζουν την ποιότητα και την κλίμακα της βοήθειας, αλλά και αναγκάζουν τους Ροχίνγκια να εξαρτώνται ολοκληρωτικά από την ανθρωπιστική βοήθεια. Έτσι δεν έχουν καμία ευκαιρία να χτίσουν οι ίδιοι ένα αξιοπρεπές μέλλον, ενώ κάθε μέρα γίνεται ένας απελπισμένος αγώνας για επιβίωση» λέει ο κ. Κολοβός.
Πολλοί πρόσφυγες με τους οποίους μιλάνε οι ομάδες των Γιατρών Χωρίς Σύνορα έχουν μεγάλη αγωνία για το μέλλον.
«Έχω χάσει τη δύναμή μου, την ικανότητά μου να δουλέψω. Έχω διαρκώς πάρα πολλές έγνοιες, ανησυχώ για το μέλλον» λέει ο Αμπού Αχμάντ, πατέρας οκτώ παιδιών. «Σκέφτομαι το φαγητό, τα ρούχα, την πολυπόθητη ειρήνη και τα βάσανά μας… Αν μείνω 10 χρόνια σε αυτό το μέρος… ή έστω κι έναν μήνα, θα πρέπει να υποστώ αυτόν τον πόνο».
Πρέπει να βρεθούν πιο βιώσιμες λύσεις για την αντιμετώπιση αυτού του εκτοπισμού, που δεν φαίνεται ότι θα επιλυθεί σύντομα. «Η πραγματικότητα είναι ότι εκατοντάδες χιλιάδες Ροχίνγκια έχουν εκτοπιστεί στο Μπανγκλαντές και αλλού για πολλά χρόνια, και μπορεί να περάσουν δεκαετίες μέχρι να μπορέσουν να επιστρέψουν με ασφάλεια στη Μιανμάρ, αν επιστρέψουν ποτέ. Η κλίμακα και το εύρος της δυστυχίας των Ροχίνγκια επιβάλλει πολύ πιο δυναμική παρέμβαση, σε τοπικό, περιφερειακό και παγκόσμιο επίπεδο» λέει ο κ. Κολοβός. «Παράλληλα, πρέπει να συνεχιστεί η άσκηση πίεσης στην κυβέρνηση της Μιανμάρ για τον τερματισμό της εκστρατείας της κατά των Ροχίνγκια».
Οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα στο Μπανγκλαντές
Οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα ξεκίνησαν να εργάζονται στο Μπανγκλαντές το 1985. Από το 2009, οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα λειτουργούν μια ιατρική δομή και μια κλινική κοντά στον αυτοσχέδιο καταυλισμό του Κουτούπαλονγκ στην επαρχία Κοξ Μπαζάρ, προσφέροντας ολοκληρωμένη βασική και επείγουσα φροντίδα υγείας, καθώς και υπηρεσίες νοσηλείας και εργαστηρίων στους πρόσφυγες Ροχίνγκια και την τοπική κοινότητα. Για να ανταποκριθούν στις αφίξεις προσφύγων στο Κοξ Μπαζάρ το 2017, οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα ενίσχυσαν σημαντικά την παρουσία τους στην περιοχή και διεύρυναν σε μεγάλο βαθμό τα προγράμματά τους με αντικείμενο την ύδρευση, την υγιεινή και ιατρικές δραστηριότητες για τον πληθυσμό των προσφύγων.
Σύμφωνα με αναδρομικές μελέτες θνησιμότητας που πραγματοποίησαν οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα σε καταυλισμούς προσφύγων στο Μπανγκλαντές τον Δεκέμβριο του 2017, τουλάχιστον 9.000 Ροχίνγκια έχασαν τη ζωή τους στη Μιανμάρ, στην πολιτεία Ρακάιν, από τις 25 Αυγούστου έως τις 24 Σεπτεμβρίου. Καθώς το 71,7% των θανάτων που αναφέρθηκαν οφείλεται σε βία, αυτό σημαίνει ότι έχουν σκοτωθεί τουλάχιστον 6.700 Ροχίνγκια με τους πιο συντηρητικούς υπολογισμούς, συμπεριλαμβανομένων τουλάχιστον 730 παιδιών κάτω των πέντε ετών.
Μπορείτε να διαβάσετε τις μελέτες εδώ.
Ακόμη, οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα εργάζονται στην παραγκούπολη Καμρανγκιρτσάρ, στην πρωτεύουσα Ντάκα, όπου πραγματοποιούν συνεδρίες ψυχικής υγείας, αναπαραγωγικής υγείας, οικογενειακού προγραμματισμού και προγεννητικής φροντίδας και υλοποιούν ένα πρόγραμμα εργασιακής υγείας για βιομηχανικούς εργάτες.
Οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα παρέχουν επίσης φροντίδα υγείας σε Ροχίνγκια και άλλες περιθωριοποιημένες κοινότητες στη Μαλαισία και τη Μιανμάρ. Στη Μιανμάρ, οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα παρέχουν φροντίδα υγείας σε όλες τις κοινότητες του βόρειου Ρακάιν από το 1994. Όταν ανέστειλαν τα ιατρικά τους προγράμματα στις 11 Αυγούστου 2017, οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα λειτουργούσαν τέσσερις κλινικές βασικής φροντίδας υγείας στο βόρειο Ρακάιν –από τις οποίες οι τρεις κάηκαν στη συνέχεια– και πραγματοποιούσαν πάνω από 11.000 συνεδρίες βασικής φροντίδας υγείας και αναπαραγωγικής υγείας τον μήνα, ενώ παρείχαν επείγουσα μεταφορά και βοήθεια για ασθενείς που απαιτούσαν νοσηλεία. Οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα διατηρούν προσωπικό στο Μάουνγκντο παρόλο που δεν μπορούν να πραγματοποιήσουν ιατρικές δραστηριότητες, και οι ομάδες της οργάνωσης συνεχίζουν να μαθαίνουν από την κοινότητα των Ροχίνγκια εκεί τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν στην πρόσβαση σε φροντίδα υγείας. Οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί εξακολουθούν να υφίστανται περιορισμούς στις μετακινήσεις και να μην μπορούν να πληρώσουν τις ιατρικές αμοιβές. Οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα συνεχίζουν να παρέχουν δωρεάν βασική φροντίδα υγείας και επείγουσες παραπομπές για ασθενείς στην επαρχία Σίτουε στο κεντρικό Ρακάιν. Σε άλλες περιοχές της Μιανμάρ, οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα συνεχίζουν να υλοποιούν ιατρικά προγράμματα στο Σαν, το Κατσίν και το Γιανγκόν, καθώς και στην Αυτοδιοικούμενη Ζώνη Νάγκα και την περιφέρεια Τανίνταρι.